ανατυλίσσω

ανατυλίσσω
μετ. снова завёртывать, свёртывать; снова обматывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανατυλίσσω" в других словарях:

  • ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ …   Dictionary of Greek

  • ἀνατυλίξωμεν — ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατυλίττεις — ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατυλίττων — ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατυλίξας — ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανειλέω — ἐπανειλέω (Α) ανατυλίσσω, εκτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. είλω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»